- δροσοβόλος
- -α, -ο και δροσόβολος, -η, -ο (AM δροσοβόλος, -ον)αυτός που σκορπίζει δροσιά, ο δροσιστικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δροσοβόλος — dewy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δροσοβόλον — δροσοβόλος dewy masc/fem acc sg δροσοβόλος dewy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δροσοβόλοι — δροσοβόλος dewy masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δροσοβόλοις — δροσοβόλος dewy masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
росодавец — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (δροσοβόλος) росоносный, производящей росу, орошающий,… … Словарь церковнославянского языка